- μαρτυριάρης
- cafard
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
μαρτυριάρης — άρα, άρικο αυτός που έχει τη συνήθεια να καταδίδει τις επιλήψιμες πράξεις κάποιου («μαρτυριάρικο παιδί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαρτυρία + κατάλ. άρης (πρβλ. γκρινι άρης, ζηλι άρης)] … Dictionary of Greek
μαρτυριάρης, -α, -ικο — (κυρίως για παιδιά), αυτός που καταδίνει, μαρτυράει τις αταξίες ή τα μυστικά των συντρόφων του, ο καταδότης: Δε σου λέω το μυστικό μου γιατί είσαι μαρτυριάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… … Dictionary of Greek
μαντατευτής — ο, θηλ. μαντατεύτρια (Μ μαντατευτής) [μαντατεύω] νεοελλ. αυτός που καταγγέλλει κάποιον σε προϊστάμενο του, καταδότης, μαρτυριάρης μσν. αυτός που μεταφέρει μήνυμα, αγγελιαφόρος … Dictionary of Greek